αλιθόστρωτος

αλιθόστρωτος
-η, -ο
αυτός που δε στρώθηκε με πέτρα: Αρκετοί δρόμοι στο χωριό ήταν τότε αλιθόστρωτοι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αλιθόστρωτος — η, ο [λιθόστρωτος] αυτός που δεν έχει στρωθεί με πέτρες, ο χωρίς λιθόστρωση …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”